- ὀρθωθείς
- ὀρθόωset straightaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CUBITUS et CUBITUM — CUBITUS, et CUBITUM Graece πῆχυς, quod in sumendo cibo Veteres in eo cubabant, uti vidimus supra, ubi de Accumbendi ritu. Idem aegri faciebant, vel collocuturi cum amicis: Corn. Nepos in Attico, c. 21. Hos ut venisse vidit in cubitum nixus; vel… … Hofmann J. Lexicon universale
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
ευνήθεν — εὐνῆθεν (Α) [ευνή] επίρρ. από το κρεβάτι («ὀρθωθεὶς δ εὐνῆθεν», Απόλλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek